- κρυστάλλωμα
- το (Μ κρυστάλλωμα)σώμα που κρυσταλλώθηκε, κρύσταλλομσν.δροσιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά, Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυστάλλωμα — το, ατος σώμα που κρυσταλλώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες … Dictionary of Greek